ανάνιος

ανάνιος
(6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι και, σύμφωνα με μια εκδοχή, διέφεραν στη μεταβολή που είχαν εισαγάγει στο ιαμβικό τρίμετρο. Ενώ ο Ιππώνακτας άλλαξε τον έκτο πόδα του ιαμβικού τρίμετρου σε σπονδείο και δημιούργησε έτσι τον σκάζον τρίμετρονχωλίαμβο, ο Α. άλλαξε και τον πέμπτο πόδα σε σπονδείο και δημιούργησε τον ισχιορρωγικό ίαμβο.
* * *
ἀνάνιος, -ον (Α)
αυτός που δεν προξενεί πόνο ή θλίψη
κατά τον Ησύχιο «αβλαβής, άλυπος, υπερήφανος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἄνιος «ανιαρός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀνάνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάνιος — without pain masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανίως — ἀνάνιος without pain adverbial ἀνάνιος without pain masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάνιον — ἀνάνιος without pain masc/fem acc sg ἀνάνιος without pain neut nom/voc/acc sg ἀ̱νάνιον , ἀνανέω come to the surface imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νάνιον , ἀνανέω come to the surface imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνανέω come to the …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνανίου — Ἀνάνιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνανίου — ἀνάνιος without pain masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνανίως — Ἀνάνιος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάνια — ἀνάνιος without pain neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνάνιον — Ἀνάνιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανήνιος — (I) ἀνήνιος, ον (Α) 1. ο χωρίς δυσφορία, δίχως πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί ανάνιος < αν στερ. + ανία «δυσφορία, πόνος»]. (II) ἀνήνιος, ον (Α) [ηνίον] ο χωρίς ηνία, αχαλίνωτος, θρασύς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”