- ανάνιος
- (6ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ποιητής, σύγχρονος του Ιππώνακτα του Εφέσιου. Τα έργα των δύο ποιητών συγχέονται από τους αρχαίους γραμματικούς και, πολλές φορές, o ίδιος στίχος αποδίδεται πότε στον έναν και πότε στον άλλο. Και οι δύο ήταν ιαμβογράφοι και, σύμφωνα με μια εκδοχή, διέφεραν στη μεταβολή που είχαν εισαγάγει στο ιαμβικό τρίμετρο. Ενώ ο Ιππώνακτας άλλαξε τον έκτο πόδα του ιαμβικού τρίμετρου σε σπονδείο και δημιούργησε έτσι τον σκάζον τρίμετρονχωλίαμβο, ο Α. άλλαξε και τον πέμπτο πόδα σε σπονδείο και δημιούργησε τον ισχιορρωγικό ίαμβο.
* * *ἀνάνιος, -ον (Α)αυτός που δεν προξενεί πόνο ή θλίψηκατά τον Ησύχιο «αβλαβής, άλυπος, υπερήφανος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἄνιος «ανιαρός»].
Dictionary of Greek. 2013.